ΣΥΖΗΤΩΝΤΑΣ ΜΕ ΤΟΝ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΗ ΑΡΗ ΜΠΕΡΛΗ ΓΙΑ ΤΑ "ΚΥΜΑΤΑ" ΤΗΣ ΒΙΡΤΖΙΝΙΑ ΓΟΥΛΦ





Την άνοιξη του 1929, όσο η Βιρτζίνια Γουλφ πάλευε ακόμα με τα Κύματα, το πιο σύνθετο, το πιο φιλόδοξο απ' τα γραπτά της, αν κρίνουμε απ' όσα σημείωνε στο ημερολόγιό της, δεν παλλόταν από ιδιαίτερο ενθουσιασμό. Εκείνο που ένιωθε, πάνω απ' όλα, ήταν η «ένταση των δυσκολιών». Είχε βάλει στόχο να δώσει ένα «δραματικό ποίημα», εξαλείφοντας «καθετί άχρηστο, καθετί νεκρό ή επιφανειακό», στο οποίο, μέσα από μια σειρά δραματικών μονολόγων, θα περιέγραφε τη ροή της σκέψης, τη ροή της ίδιας της ζωής. Είχε αφοσιωθεί στο σχέδιό της, «παγιδευμένη σαν τη μύγα στο μέλι», κι αναζητούσε τον κατάλληλο ρυθμό ώστε να διευκολύνει «το αίμα να τρέχει από τη μια άκρη στην άλλη, σαν χείμαρρος». Στα Κύματα αναγνώριζε το πρώτο της έργο όπου αποτυπωνόταν το δικό της, προσωπικό ύφος – για κανένα άλλο, επέμενε, δεν είχε μοχθήσει τόσο πολύ. Κι όταν στα μέσα του 1931 έφτασε να γράψει και την τελευταία του φράση, η αυτοεκτίμησή της είχε φτάσει στο ζενίθ.
 Όπως σε μια συναυλία τα όργανα παίζουν καθένα το μέρος του, αλλά συγχωνεύονται αρμονικά στο σύνολο, έτσι και σ' αυτό το βιβλίο οι μονόλογοι έξι φίλων, τριών αγοριών και τριών κοριτσιών, δεμένοι με το τραγούδι της φύσης και μεταξύ τους, ενώνονται σε μια συμφωνία που αγκαλιάζει έναν ολόκληρο κόσμο αισθήσεων κι επιθυμιών. Αυτήν ακριβώς τη μουσικότητα ήθελε να αποδώσει ο Άρης Μπερλής, πιάνοντας στις αρχές της δεκαετίας του '80 να μεταφέρει τα Κύματα στη γλώσσα μας. Στη δική του μετάφραση στηρίζεται η ομώνυμη παράσταση που ανεβαίνει τώρα στην εφηβική σκηνή της Στέγης και, όπως λέει ο ίδιος, «το ότι ως τον Απρίλιο θα δίνεται η ευκαιρία σε εκατοντάδες μαθητές να μυηθούν σ' ένα τέτοιο πειραματικό έργο είναι η πιο ευχάριστη είδηση που άκουσα τον τελευταίο καιρό. Έχουν αδικηθεί πολύ αυτά τα παιδιά από άποψη παιδείας κι ευελπιστώ ότι με αφορμή την παράσταση όλο και κάποια θα θελήσουν να διαβάσουν έπειτα και το βιβλίο».  
Τι υποδοχή επιφυλάχθηκε στα Κύματα όταν πρωτοδημοσιεύτηκαν; «Οι περισσότερες αντιδράσεις ήταν αρνητικές. Οι κριτικοί των εφημερίδων, συντηρητικοί οι περισσότεροι, το βρήκαν ακατανόητο. Στην πορεία, όμως, αναδείχτηκε σε ένα από τα σπουδαιότερα μυθιστορήματα της νεότερης λογοτεχνίας». Οι σημερινοί έφηβοι, άραγε, τι εφόδια πρέπει να έχουν για να επικοινωνήσουν μαζί του; «Κανένα εφόδιο!» ισχυρίζεται ο Μπερλής. «Το μόνο που χρειάζεται είναι ν' αφεθούν, να προσεγγίσουν το κείμενο με αθωότητα, χωρίς προκαταλήψεις. Σε αντίθεση με τον Οδυσσέα του Τζόις, τα Κύματα δεν χρειάζονται υπομνηματισμό. Οι μονόλογοι που συνθέτουν το έργο δεν αποτελούν συνδυασμό ετερόκλητων σκέψεων, δοσμένων ανάκατα. Είναι λόγια φωναχτά, γερά δομημένα, μέσα από τα οποία παρακολουθούμε την πορεία έξι φίλων από τη νηπιακή τους ηλικία ως την ωριμότητά τους, λίγο πριν από τα γεράματα. Κάθε ήρωας μιλά όχι μόνο για τον εαυτό του αλλά και για τους άλλους, με αποτέλεσμα να αντιλαμβανόμαστε πολύ καλά τι είναι ο καθένας. Ανάμεσά τους υπάρχει ένας χαρακτήρας ακόμη, ο Πάρσιφαλ, αλλά μόνο στη συνείδησή τους, ο ίδιος δεν παίρνει ποτέ τον λόγο – όπως μαθαίνουμε στη μέση του έργου, έχει σκοτωθεί. Πολύ ωραίο εύρημα αυτό, να είναι παρών εν τη απουσία του! Στο πρόσωπό του οι υπόλοιποι αναγνωρίζουν τον ήρωά τους και η απώλειά του έχει στοιχίσει σε όλους πάρα πολύ. Είναι φανερό ότι πίσω απ' τον Πάρσιφαλ κρύβεται ο πρόωρα χαμένος αδελφός της Γουλφ, ο Θόμπι, ενώ η ίδια φέρει πολλά κοινά με τη Ρόντα, την πιο "καμένη" ψυχολογικά απ' τις ηρωίδες της. Ένα προσεχτικό μάτι θα μπορούσε να διακρίνει σε όλους μια λανθάνουσα αμφισεξουαλικότητα, κι εδώ που τα λέμε κάτι ανάλογο συνέβαινε και στην παρέα της Γουλφ, τον περίφημο κύκλο του Μπλούμσμπερι. Οι περισσότεροι ήταν ή γκέι ή αμφιφυλόφιλοι, ενώ και η ίδια η Γουλφ είχε ομοφυλοφιλικές εμπειρίες...».  
Στα Κύματα γίνεται λόγος για τον έρωτα, για τη φιλία, για τις ανασφάλειες, τις αδυναμίες, τους ανταγωνισμούς μας, για τη φθορά που φέρνει ο χρόνος, για το εφήμερο, κυρίως, της ανθρώπινης ύπαρξης. «Όπως κάθε σοβαρό λογοτεχνικό έργο», λέει ο Μπερλής, «έτσι και τα Κύματα μιλούν για την τραγικότητα της ζωής. Εφόσον γερνάμε και πεθαίνουμε, δεν υπάρχει χάπι-εντ...».
Ο Άρης Μπερλής πρωτοδιάβασε Γουλφ, όπως και Τζόις και Φώκνερ, γύρω στα τριάντα. Πιο νέος –όταν εμφανιζόταν ως... «ήπιος χίπης, με μακριά μαλλιά, αλλά ποτέ άλουστα!»–, πέρα από Καβάφη και Ελύτη, απολάμβανε να διαβάζει ριζοσπάστες σαν τον Γκίνσμπεργκ και τον Κέρουακ. «Μεγαλώνοντας, όμως, είπα να δω και πιο σοβαρά πράγματα και τότε πήγα κατευθείαν στον Μοντερνισμό». Το πρώτο βιβλίο της Γουλφ που μετέφρασε, σαραντάρης πια, ήταν ο Φάρος. Τα Κύματα ακολούθησαν και, όπως ομολογεί, τον παίδεψαν αρκετά. «Ως προς τη μουσικότητα του κειμένου, νομίζω ότι κάτι πέτυχα», λέει χαμογελώντας, «αλλά δεν βγήκε αμέσως. Χρειάστηκε να συναναστραφώ το πρωτότυπο για πολλούς μήνες, ίσως και χρόνο. Η γλώσσα του είναι ποιητική, στον αντίποδα του κλασικού ύφους των ρεαλιστικών μυθιστορημάτων, όπως εκείνα της Τζορτζ Έλιοτ, του Φλομπέρ, του Μπαλζάκ. Γι' αυτό είναι σπουδαία η Γουλφ, επειδή ήρθε σε ρήξη με τις αφηγηματικές μεθόδους της εποχής της. Μια τόσο μεγάλη αλλαγή στα αφηγηματικά μέσα, στην ουσία σημαίνει αλλαγή περιεχομένου. Ο παντεπόπτης συγγραφέας, ο συγγραφέας-θεός, παύει να υφίσταται. Στη θέση της τριτοπρόσωπης αφήγησης έρχονται οι εσωτερικοί μονόλογοι, η συνειδησιακή ροή, ο θρίαμβος του υποκειμενισμού. Το ίδιο συνέβη και στην ποίηση με τον Τ.Σ. Έλιοτ. Παρεμπιπτόντως, μέγα σφάλμα του Σεφέρη που μετέφρασε το The Waste Land ως Έρημη Χώρα. Tο σωστό θα ήταν Χέρσα Γη. Πώς θα μπορούσε να εκφραστεί ποιητικά η μεγάλη σφαγή του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, αν όχι με τρόπο αποσπασματικό; Όλα αυτά, βέβαια, είναι λίγο παλαιά, πέρασαν έκτοτε εκατό χρόνια. Για την Ελλάδα, όμως, ίσως παραμένουν καινούργια. Μπορεί στην ποίηση να είχαμε τον Σεφέρη και τον Ελύτη, αλλά στον χώρο της πεζογραφίας δεν υπήρξαν σπουδαία μοντερνιστικά κείμενα. Γίναν κάποιες απόπειρες στη Θεσσαλονίκη με τον Δέλιο και τον Ξεφλούδα, αλλά ήταν αποτυχημένες. Σ' εμάς επικράτησε η σχολή του ρεαλισμού».  
Πριν ξεκινήσει να μεταφράζει το έργο της Γουλφ, ο Μπερλής ελάχιστα γνώριζε για την ίδια τη συγγραφέα. «Τα ημερολόγιά της δεν είχαν δημοσιευτεί ακόμη, ενώ και τα δοκίμιά της, τα εκπληκτικά δοκίμιά της, τα διάβασα αργότερα. Ξέρετε, η Γουλφ δεν είχε πάει στο πανεπιστήμιο. Από μικρή, όμως, είχε πρόσβαση στη βιβλιοθήκη του πατέρα της, πολύ γνωστού λόγιου της εποχής, στενού φίλου του Χένρι Τζέιμς, όπου της επιτρεπόταν να διαβάζει τα πάντα, ό,τι τραβούσε η ψυχή της. Απ' αυτή την άποψη, στάθηκε τυχερή. Ωστόσο, έζησε απανωτές απώλειες, με πρώτη εκείνη της μητέρας της σε τρυφερή ηλικία, ένας από τους ετεροθαλείς αδελφούς της τη χούφτωνε συστηματικά, κι ίσως σ' αυτό να οφειλόταν η ερωτική της ψυχρότητα, και ως διπολική που ήταν, ταλαιπωρήθηκε αφάνταστα. Η αρρώστια ερχόταν κι έφευγε, ερχόταν κι έφευγε... Στην αυτοκτονία της, πάντως, σημαντικό ρόλο έπαιξε και ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος. Το 1941 ήταν η πιο σκοτεινή χρονιά του πολέμου για την Αγγλία. Ο Χίτλερ είχε κυριεύσει όλη την Ευρώπη και οι βομβαρδισμοί ήταν σχεδόν καθημερινή υπόθεση. Δεν φαινόταν φως στο ορίζοντα και η Γουλφ που, όπως κι όλοι οι Άγγλοι, είχε χάσει πολλούς στον προηγούμενο πόλεμο, δεν στάθηκε ικανή να το αντέξει».
 Η δημιουργός του Ένα δωμάτιο για σένα και του Ορλάντο, έργων που επηρέασαν βαθιά το φεμινιστικό κίνημα και τις γυναικείες σπουδές, δεν ήταν από τους συγγραφείς που ζουν απομονωμένοι σε γυάλινο πύργο. «Για την εποχή της», λέει ο Μπερλής, «ήταν εξαιρετικά δραστήρια, και κοινωνικά και πολιτικά. Ψήφιζε τους Εργατικούς –ο άντρας της, ο Λέοναρντ, ήταν υψηλόβαθμο στέλεχος του Εργατικού Κόμματος–, αρθρογραφούσε συχνά στον Τύπο, πήγαινε κι έδινε διαλέξεις σε ομίλους γυναικών, μέσα σ' όλα ήταν. Και η ματιά της έκοβε! Δεν θα ξεχάσω ένα σχόλιό της για τη χώρα μας, την οποία είχε επισκεφτεί και στα νιάτα της, το 1906, και το 1932, αμέσως μετά τη δημοσίευση των Κυμάτων. Η Ελλάδα την είχε ενθουσιάσει –"εδώ να 'ρθουμε να μείνουμε για πάντα", έγραφε στους φίλους της–, αλλά, όπως παρατηρούσε κάπου, "αυτός ο τόπος είναι εξουθενωμένος και δεν μπορεί να διαφυλάξει τα συμφέροντά του". Δεν νομίζω ότι σήμερα θα έλεγε κάτι διαφορετικό».



(Συνέντευξη στη Σταυρούλα Παπασπύρου, LIFO 28.11.2015)

Σχόλια