ΝΑΣΟΣ ΒΑΓΕΝΑΣ: Η ΕΙΡΩΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ

(Νάσος Βαγενάς: Η ειρωνική γλώσσα. Κριτικές μελέτες για τη νεοελληνική γραμματεία. Εκδόσεις Στιγμή, Αθήνα, 1994, σ. 91-104)


H πρώτη φορά που ο Αντρέ Ζιντ άκουσε το όνομα του Καβάφη ήταν κατά την επίσκεψή του στην Ελλάδα τον Απρίλιο του 1939. Συνομιλούσε με τον Δημαρά, τον Θεοτοκά και τον Σεφέρη, όταν η συζήτηση στράφηκε στον Αλεξανδρινό. Ο Ζιντ ρώτησε τι είδους ποίηση έγραφε ο Καβάφης: "Λυρική", απάντησε ο Δημαράς. "Διδακτική", πρόσθεσε ο Σεφέρης. Έπειτα ο Δημαράς διάβασε το "Η Πόλις". Μόλις τελείωσε η ανάγνωση, ο Ζιντ είπε στον Σεφέρη: "Τώρα καταλαβαίνω τι εννοείτε με τη λέξη διδακτική"[1].

    Ο Σεφέρης επρόκειτο ν' αλλάξει τον χαρακτηρισμό του πολύ γρήγορα. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Δημαράς διάλεξε το "Η Πόλις" ως το πλέον αντιπροσωπευτικό ποίημα του Καβάφη. Αυτή η επιλογή και οι διαφορετικοί χαρακτηρισμοί από τον άνθρωπο που θα γινόταν ο σπουδαιότερος ιστορικός της λογοτεχνίας μας και από τον σημαντικότερο σύγχρονο Έλληνα ποιητή, είναι ενδεικτικά της σύγχυσης της κριτικής μας απέναντι στην ποίηση του Καβάφη. Πώς ήταν δυνατόν να γράφει κάποιος ποίηση με τα μέσα της πεζογραφίας; Πώς μπορούσε μια ποίηση να μεταδίδει συγκίνηση, όταν η γλώσσα της δεν είναι συγκινησιακή; Το πρόβλημα αποδείχτηκε ωφέλιμο, γιατί ανάγκασε ορισμένους κριτικούς μας να πάνε πέρα από ψυχολογικές, φιλοσοφικές ή κοινωνιολογικές αναλύσεις, σε μια κειμενικότερη προσέγγιση των καβαφικών ποιημάτων. Τα ουσιαστικότερα αποτελέσματα αυτής της προσέγγισης τα έχουν δώσει, κατά τη γνώμη μου, ο Άγρας, ο Νικολαρεϊζης, ο Σεφέρης και ο Δάλλας [2].

    Για τον Άγρα, η ποιητική συγκίνηση μεταδίδεται, με τη "Φαντασία", που λειτουργεί με τα μέσα της "ποιητικής ενάργειας": με τις εικόνες και τη μουσική ("ποιητική ή λυρική φαντασία"). Αυτό συμβαίνει με τη λυρική ποίηση. Όμως υπάρχει και η ποίηση που εκφράζει περισσότερο περιεχόμενο και λιγότερο μορφή, και αυτή είναι η δραματική. Η ποίηση του Καβάφη ανήκει στην τελευταία, γιατί λειτουργεί με τα μέσα της "δραματικής ενάργειας", δηλαδή με τη "ρητορική ή δραματική φαντασία" (που ένα από τα στοιχεία της είναι ή "τραγική ειρωνεία"): με ρητορικά σχήματα (παρενθέσεις, επαναλήψεις, αναδιπλώσεις κτλ.) και, προπάντων, με τη διαγραφή Ιστορικών και ψυχολογικών χαρακτήρων και με την έκφραση του εσωτερικού δράματος του ίδιου του ποιητή, "που φανερώνεται με όλη την τάξη της δραματικής τέχνης"[3].

    Ο Νικολαρεΐζης προχωρεί τη συζήτηση από την πλευρά της μορφής: Ο Καβάφης μεταφέρει στην ποίησή του την πραγματικότητα με τη φυσική της αντικειμενικότητα, περιορίζοντας στο ελάχιστο την προσωπική του παρέμβαση. Για τον λόγο αυτόν το εκφραστικό του σύστημα λειτουργεί με μιαν αφαίρεση, που προφυλάσσει την έκφρασή του από τον περιγραφικό αισθησιασμό. Έτσι ο λυρισμός του γίνεται έμμεσος. Αντί να εκφράζει τη συγκίνηση από ένα γεγονός, αρκείται στο ίδιο το γεγονός, στα περιστατικά που σχημάτισαν το εμπειρικό πλαίσιο της συγκίνησης. Γι' αυτό τις περισσότερες φορές στον Καβάφη η κίνηση της συγκίνησης από τα έξω προς τα μέσα διακόπτεται, δίνοντας την "εντύπωση ότι το ποίημα συνεχίζεται νοητά στο κενό"[4].

    Οι δύο αυτές ερμηνείες συγχωνεύονται στις απόψεις του Δάλλα. Όπως ο Νικολαρεΐζης, ο Δάλλας παρατηρεί πως ο Καβάφης, για να δώσει μια αντικειμενική απεικόνιση του κόσμου, προφυλάσσει την έκφρασή του από τη συναισθηματική διάχυση που θα μπορούσε να δημιουργήσει η προσωπική του παρεμβολή. Αυτή η αφαίρεση δημιουργεί μιαν απόσταση από τα πράγματα (ωστόσο "μέσα σε μια μέθεξη" με τα πράγματα), που μετατρέπει την ποίησή του σε "εποπτεία της φαντασίας". Ο ποιητικός μηχανισμός του Καβάφη λειτουργεί με την εποπτεία της φαντασίας του και αποτελείται από τρεις εκφραστικές μονάδες: από τη δραματική (ή λυρική) φαντασία, από την ρητορική (ή πνευματική) φαντασία, και από την ειρωνική φαντασία [5].

    Οι απόψεις του Άγρα και του Νικολαρεϊζη περιέχονται και στις απόψεις του Σεφέρη, που εξετάζει το πρόβλημα πιο σύνθετα, και από την πλευρά της μορφής (του ποιητικού ρήματος) και από την πλευρά του περιεχομένου (της ευαισθησίας του ποιητή). Ο Σεφέρης επανέρχεται επίμονα στη διερεύνηση του προβλήματος, γιατί η περίπτωση του Καβάφη φαίνεται να απειλεί τη συνοχή της θεωρίας του για τη "συγκινησιακή" γλώσσα. Σύμφωνα μ' αυτήν, η ποιητική γλώσσα δεν μπορεί να μεταδώσει συγκίνηση αν δεν είναι γλώσσα "αισθησιακή", αν δηλαδή δεν είναι ικανή να φτιάξει στίχους που να δίνουν την αίσθηση της αφής και, ακόμα, την "έκφραση του χορού ενός σώματος, μια έκφραση μουσική"[6]. Αλλά για να γίνουν αυτά, η ευαισθησία του ποιητή και το ποιητικό του ρήμα πρέπει να είναι τόσο χωνεμένα το ένα με το άλλο, που να μην μπορεί να τα αισθανθεί κανείς χωριστά. Ωστόσο στη γλώσσα του Καβάφη αυτό δεν συμβαίνει. Το αίσθημα της αφής δεν υπάρχει -στα καλύτερα ποιήματά του βρίσκεται "πίσω από τη γλωσσική έκφραση". Οι στίχοι, του περπατούν, τρέχουν ή μένουν ακίνητοι -ποτέ δεν χορεύουν [7].  Σ' αυτή την αντίφαση βρίσκεται για τον Σεφέρη το πρόβλημα της καβαφικής ποίησης. Πώς ο Καβάφης κατορθώνει να μεταδώσει συγκίνηση με μιαν έκφραση που δεν είναι συγκινημένη;

     Η λύση του Σεφέρη είναι η έξης: Ο Καβάφης ανήκει στη λόγια παράδοση. Με την παράδοση αυτή και με την ιδιοσυγκρασία του δεν μπορούσε να κάνει λυρισμό. Όμως η ποίηση "μπορεί να υπάρξει και με άλλους τρόπους· με την έκφραση της ανθρώπινης δράσης, λ.χ." [8].
Το λ.χ. σημαίνει ασφαλώς ότι η ποίηση μπορεί να υπάρξει και με άλλον ή άλλους τρόπους εκτός από τον λυρικό και τον δραματικό. Ποιοι είναι οι τρόποι αυτοί, ο Σεφέρης δεν διευκρινίζει. Το πιθανότερο είναι πως εννοεί την κλασική διάκριση της ποίησης σε επική, λυρική και δραματική. Η διαπίστωση ότι η ποίηση στην εποχή μας, όταν δεν είναι λυρική, μπορεί να είναι δραματική, δεν είναι κάτι καινούργιο στη θεωρία του. Δέκα χρόνια νωρίτερα, στην εισαγωγή του στη μετάφραση της Έρημης Χώρας ο Σεφέρης έγραφε: "Η ποίηση του Έλιοτ […] δεν είναι όπως η ποίηση του Μαλλαρμέ ή του Βαλερί, λυρική […]. Είναι ποίηση ουσιαστικά δραματική".[9] Αυτό που είναι καινούργιο είναι ότι με τα δοκίμιά του για τον Καβάφη παύει να θεωρείται αυτονόητο ότι η ποίηση (είτε λυρική είτε δραματική) δεν μπορεί να υπάρξει αν η γλώσσα της δεν είναι αισθησιακή. Το συμπέρασμα του Σεφέρη είναι ότι η γλώσσα του Καβάφη είναι ποιητική, γιατί λειτουργεί με τη δραματοποίηση της συγκίνησης: "Στον Καβάφη πολύ συχνά", γράφει, "ενώ η γλωσσική διατύπωση είναι ουδέτερη και ασυγκίνητη, η κίνηση των προσώπων και των γεγονότων είναι τόσο πυκνή, τόσο στεγνή θα έλεγα, που θαρρείς πως τα ποιήματά του τραβούν τη συγκίνηση διά του κενού. Αυτό το κενό που δημιουργεί ο Καβάφης, είναι το στοιχείο που κάνει τη διαφορά ανάμεσα στη φράση του και την τρεχάμενη πεζολογία". Τα ποιήματα του Καβάφη "δείχνουν τη συγκίνηση που θα είχαμε από ένα άγαλμα που δεν είναι πια εκεί· που ήταν εκεί, το είδαμε, και το έχουν τώρα μετατοπίσει. Αλλά δείχνουν τη συγκίνηση" [10].

    Με το συμπέρασμα αυτό ο Σεφέρης φαίνεται κυρίως να καλύπτει το ένα σκέλος του προβλήματος, εκείνο της γλώσσας του Καβάφη. Το θέμα της ευαισθησίας του το καλύπτει με μια περιγραφή από τον Έλιοτ (από το δοκίμιό του για τους Μεταφυσικούς ποιητές). Η ποίηση του Καβάφη μεταδίδει συγκίνηση και για τον λόγο ότι η ευαισθησία του λειτουργεί μ' έναν τρόπο ανάλογο μ' εκείνον του Τζων Νταν ή του Τζωρτζ Χέρμπερτ: "με μια αισθησιακή σύλληψη της σκέψης, μια ανάπλαση της σκέψης σε αίσθημα" [11]. Ο Σεφέρης εξηγεί πώς εννοεί τις φράσεις αυτές του Έλιοτ: ο Καβάφης "σκέπτεται με την αίσθηση" [12], "αισθάνεται μέσα στη σκέψη του" [13]. Η γλώσσα του μεταδίδει συγκίνηση, γιατί η ευαισθησία του είναι "μια κράση αδιάλυτη αίσθησης, μάθησης και σκέψης" [14].  Έτσι "και ο στοχασμός του ακόμη, με την ευαισθησία του εκφράζεται" [15].

   Με τις εξηγήσεις αυτές ο Σεφέρης αισθάνεται ότι το πρόβλημα της ποίησης του Καβάφη έχει λυθεί. Όμως με τη λύση αυτή στην πραγματικότητα παρακάμπτει το όλο θέμα, γιατί οι εξηγήσεις του, στην ουσία τους, δεν είναι διαφορετικές από εκείνες που χρησιμοποιεί για να περιγράψει τον τρόπο, με τον οποίο δημιουργεί συγκίνηση η αισθησιακή γλώσσα. Το πρόβλημα δεν είναι αν ο στοχασμός του Καβάφη εκφράζεται ή όχι με την ευαισθησία του (αν δεν εκφραζόταν μ' αυτήν, δεν θα υπήρχε λόγος να μιλάμε για τους στίχους του· τα ποιήματά του θα ήταν στιχουργημένες σκέψεις ή πεζογραφικές περιγραφές, και όχι ποιήματα), αλλά πώς η ευαισθησία του κατορθώνει να εκφραστεί ακέραια μ' ένα ρήμα, που θα περίμενε κανείς πως δεν θα μπορούσε να εκφράσει παρά μόνο το ένα στοιχείο της, το διανοητικό· πώς δηλαδή το αίσθημα (το άλλο στοιχείο της) κατορθώνει να μεταδοθεί με μια γλώσσα, από την οποία απουσιάζει ο "αισθησιασμός". Ούτε και η εξήγηση ότι η ποίηση του Καβάφη μεταδίδει συγκίνηση επειδή είναι δραματική, είναι αρκετή. Ότι ο δραματικός τρόπος σ' αυτό το είδος της δραματικής ποίησης (δηλαδή το μη θεατρικό) δεν είναι το κυριότερο από τα στοιχεία που δημιουργούν συγκίνηση και δεν είναι ικανός να παραγάγει μόνος του τη συγκίνηση που απαιτείται, ώστε να μπορέσει η γλώσσα να γίνει ποιητική, μας το δείχνουν αρκετά παραδείγματα από τους Έλληνες ρομαντικούς και μερικά από τα ανέκδοτα ποιήματα του ίδιου του Καβάφη. Άλλωστε όλα τα παραδείγματα δραματικής ποίησης, που αναφέρει ο Σεφέρης (Όμηρος, Ντάντε, Έλιοτ· και σ' αυτά ας προστεθεί και η δική του ποίηση, έπειτα από τη λυρική της περίοδο), είναι παραδείγματα ποίησης που, όπως αφήνει να εννοηθεί, μεταδίδει συγκίνηση χάρη στην επάρκεια όχι τόσο του δραματικού της στοιχείου όσο του γλωσσικού της αισθησιασμού: η ποίηση του Έλιοτ είναι δραματική, όμως το δραματικό είναι μόνο ένα από τα "τρία χαρακτηριστικά στοιχεία της τεχνικής του". Αυτό που την κάνει να είναι ποίηση είναι, πάνω απ' όλα, ο αισθησιασμός της γλώσσας της και το ότι ο Έλιοτ είναι προικισμένος με μεγάλη "ακουστική φαντασία" [16]. Η ποίηση του Ντάντε είναι δραματική, όμως το δράμα που παρουσιάζει είναι "τόσο θρεμμένο από οπτικές, ακουστικές ή άλλες σαρκικές αισθήσεις", που μεταβάλλει σε πράγματα απτά ακόμα και τους πιο αφηρημένους στοχασμούς της [17]. Η ποίηση του Ομήρου είναι ποίηση δραματική [18], όμως η αίσθηση της αφής στη γλώσσα του είναι ακόμα μεγαλύτερη από εκείνη του Ντάντε. Ανάμεσα στη δραματική γλώσσα του Καβάφη και στη δραματική γλώσσα των παραπάνω ποιητών υπάρχει μια ουσιαστική διαφορά, και αυτή δεν είναι άλλη από εκείνη που κάνει και τη διαφορά της ποίησης του Καβάφη με την τρέχουσα πεζολογία: το κενό που δημιουργεί η έκφρασή της.

   Ο συσχετισμός του τρόπου λειτουργίας της καβαφικής ποίησης μ' εκείνον της ποίησης των Άγγλων Μεταφυσικών ποιητών είναι μια απλοποίηση του θέματος και για έναν άλλο λόγο. Ο Σεφέρης μεταφράζει το χωρίο του Έλιοτ λανθασμένα, συγχέοντας έτσι δύο διαδικασίες, που για τον Έλιοτ δεν φαίνονται να λειτουργούν με τον ίδιο τρόπο. Η συντακτική διάταξη των φράσεων στη μετάφρασή του ("μια άμεση αισθησιακή σύλληψη της σκέψης, μια ανάπλαση της σκέψης σε αίσθημα") δηλώνει πως η δεύτερη είναι επεξήγηση της πρώτης, ότι δηλαδή οι δύο αυτές φράσεις σημαίνουν το ίδιο πράγμα. Όμως η "ανάπλαση της σκέψης σε αίσθημα" (ο Καβάφης "αισθάνεται μέσα στη σκέψη του") είναι κάτι διαφορετικό από την "άμεση αισθησιακή σύλληψη της σκέψης" (ο Καβάφης "σκέπτεται με την αίσθηση"). Ενώ στο δεύτερο η σκέψη και το αίσθημα λειτουργούν ταυτόχρονα σαν μια άμεση συγκινησιακή εμπειρία (που είναι αυτονόητο πως δεν μπορεί να εκφραστεί παρά με γλώσσα αισθησιακή), στο πρώτο η συγκίνηση δημιουργείται έμμεσα, αφού προηγηθεί η σκέψη και ακολουθήσει η ανάπλασή της σε αίσθημα (κάτι που, κι αυτό, δεν μπορεί να υπάρξει σαν ποίηση λυρική ή δραματική, αν η γλώσσα δεν επιτύχει έναν επαρκή βαθμό αισθησιασμού). Στο πρωτότυπο η διάκριση είναι σαφής. Στους Μεταφυσικούς ποιητές, γράφει ο Έλιοτ, "υπάρχει μια άμεση αισθησιακή σύλληψη της σκέψης, ή μια ανάπλαση της σκέψης σε αίσθημα" [19] (η υπογράμμιση δική μου). Ο Καβάφης λειτουργεί με τον δεύτερο τρόπο. Όμως αυτό δεν είναι αρκετό για να δικαιολογήσει έναν συσχετισμό του με τους Μεταφυσικούς ποιητές, γιατί οι ομοιότητές του μ' αυτούς σταματούν εδώ. Θα έλεγε κανείς πως δεν είναι καν ομοιότητες, αφού και η ανάπλαση της σκέψης σε αίσθημα στον Καβάφη δεν γίνεται με τον ίδιο τρόπο. Αντίθετα με τη γλώσσα του Καβάφη, η γλώσσα των Μεταφυσικών είναι και στην περίπτωση αυτή αισθησιακή. Οι ποιητές αυτοί, γράφει ο Έλιοτ, "αισθάνονται τη σκέψη τους τόσο άμεσα, όσο το άρωμα ενός τριαντάφυλλου" [20], γιατί η διάνοιά τους βρίσκεται "άμεσα στην άκρη των αισθητηρίων οργάνων τους. Η εμπειρία των αισθήσεων γινόταν λέξη και η λέξη εμπειρία των αισθήσεων" [21]. Στον Καβάφη δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο -πράγμα που, όπως είδαμε παραπάνω, το υπογραμμίζει και ο ίδιος ο Σεφέρης.

    Θα πρέπει λοιπόν κάπου αλλού να βρίσκεται η πηγή της συγκίνησης στην ποίηση του Καβάφη. Και δεν νομίζω ότι θα ήταν λάθος αν την αναζητούσαμε στην καβαφική χρήση της ειρωνείας.
Είναι η ειρωνεία, χάρη στην οποία η γλώσσα του Καβάφη μεταδίδει συγκίνηση. Ο Νικολαρεΐζης και ο Σεφέρης όταν παρατηρούν πως τα ποιήματα του Καβάφη τραβούν τη συγκίνηση διά του κενού, προσανατολίζονται προς την κύρια πηγή, μολονότι δεν κατορθώνουν να την εντοπίσουν. Το κενό αυτό δεν είναι άλλο από το αποτέλεσμα του τρόπου με τον oποίο λειτουργεί η ειρωνεία. Αν σκεφτούμε ότι το βασικό χαρακτηριστικό κάθε ειρωνείας είναι μια αντίθεση ανάμεσα σ' ένα φαινόμενο και σε μια πραγματικότητα, και πως το μεγαλύτερο και ωριμότερο μέρος του έργου του Καβάφη οικοδομείται πάνω σε τέτοιες αντιθέσεις, τότε το πρόβλημα της ποίησής του δεν είναι δύσκολο να λυθεί. Η ειρωνεία τραβάει τη συγκίνηση διά του κενού, γιατί λειτουργεί διά της φαινομενικής απουσίας, δηλαδή με τη δραστικότητα σκέψεων και συναισθημάτων που υπονοούνται ή αποσιωπούνται. Η ειρωνεία είναι βέβαια ένας διανοητικός τρόπος αντίληψης, που όμως συνοδεύεται από τα δικά του χαρακτηριστικά συναισθήματα και από τις δικές του συγκινήσεις. Σ' έναν μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό υπάρχει σε όλους τους μεγάλους ποιητές -άλλωστε, όπως έχει ειπωθεί, όλη η ποίηση είναι ειρωνική [22]. Ωστόσο στον Καβάφη λειτουργεί με τέτοιον τρόπο, που θα μπορούσαμε να πούμε πως η ποίησή του είναι γραμμένη με γλώσσα ειρωνική.

    Με τον όρο "ειρωνεία" και "ειρωνική γλώσσα" εννοώ το είδος της έκφρασης που δημιουργεί το χώνεμα της λεκτικής ειρωνείας του Καβάφη με τη δραματική του ειρωνεία. Με την πρώτη ο Καβάφης υποβάλλει νοήματα και αισθήματα που δεν βρίσκονται στις λέξεις του και που συχνά είναι αντίθετα από το νόημα που αυτές εκφράζουν. Με τη δεύτερη δημιουργεί αντιθέσεις καταστάσεων που, υποβάλλοντας ή αποκαλύπτοντας την αληθινή όψη των πραγμάτων, αποδεικνύουν ότι η ιδέα των ηρώων του για την πραγματικότητα είναι μια τραγική αυταπάτη. Ακόμα και η παρουσία φανταστικών προσώπων και ιστορικών χαρακτήρων στα ποιήματά του, που χρησιμεύουν για να αναπαραστήσουν σύγχρονα συναισθήματα, είναι μια μορφή ειρωνείας, λεκτικής και, ταυτόχρονα, δραματικής. O Άγρας και o Σεφέρης θα πρέπει να έχουν στο μυαλό τους το αποτέλεσμα της δραματικής ειρωνείας, όταν μιλούν για το δραματικό στοιχείο σαν πηγή συγκίνησης στην έκφραση του Καβάφη. (Ο Δάλλας σωστά επισημαίνει τη σημασία του ειρωνικού στοιχείου). Η σχέση της δραματικής ειρωνείας με το δράμα είναι πρωταρχική: η σύγκρουση ανάμεσα σε αντίθετες καταστάσεις, οι ξαφνικές μεταβολές της τύχης, η απροσδόκητη διάψευση των ελπίδων αποτελούν τον πυρήνα της δραματικής αναπαράστασης. Όσο πιο πυκνή είναι η ανθρώπινη δράση στα ποιήματα του Καβάφη, τόσο πιο ειρωνική γίνεται η ατμόσφαιρά τους. Αλλά εκείνο που κάνει την ειρωνεία του Καβάφη να διαφέρει από την ειρωνεία των άλλων ποιητών, δεν είναι τόσο η συχνότητα της δραματικής ειρωνείας του, όσο ο μοναδικός τρόπος με τον οποίο συνδυάζει τη λεκτική και τη δραματική του ειρωνεία. Το χώνεμα αυτών των δύο στοιχείων είναι τόσο περίπλοκο και τόσο αδιάλυτο, και τα υποβαλλόμενα νοήματα τόσο πολλαπλά, ώστε η καβαφική γλώσσα να λειτουργεί σαν ένα είδος απορροφητικού κώνου, αποσπώντας τη συγκίνηση του αναγνώστη με μια δύναμη ανάλογη με τη δύναμη της συγκίνησης που δημιουργεί η αισθησιακή γλώσσα.

    Η βασική πηγή της ειρωνείας είναι η διάσταση που αναπτύσσεται σε μιαν ευαισθησία ανάμεσα στη διάνοια και το αίσθημά της (και αυτός είναι ο κυριότερος λόγος για τον οποίο η σύγκριση του Καβάφη με τους Άγγλους Μεταφυσικούς είναι ατυχής· η ευαισθησία των ποιητών αυτών είναι ένα κράμα τόσο αξεχώριστο που, για να χαρακτηρίσει ολόκληρη την έπειτα από αυτούς αγγλική ποιητική ευαισθησία, ο Έλιοτ δημιουργεί τον ορό "διάσπαση της ευαισθησίας": dissociation of sensibility [23].  Ο συγγραφέας που πάσχει από μια τέτοια διάσπαση πολλές φορές προσπαθεί να την ξεπεράσει και να τη γεφυρώσει με την ειρωνεία. Είναι φυσικό ο βαθμός αυτού του διχασμού ν' αντανακλάται και στην έκφραση -το παράδειγμα της έκφρασης του Καβάφη είναι χαρακτηριστικότατο. Δεν είναι χωρίς σημασία ότι ο Καβάφης προτιμά τα τεχνητά άνθη από τα φυσικά, ούτε ότι οι εμπειρίες του δεν τον εμπνέουν αμέσως. Όσο μεγαλύτερη είναι η διάσπαση της ευαισθησίας του, τόσο με πιο ειρωνικό μάτι κοιτάζει τον κόσμο ένας δημιουργός και τόσο πιο ειρωνική γίνεται η γλώσσα του. Ο Καβάφης είναι, απ' όσο ξέρω, το μοναδικό παράδειγμα σύγχρονου ποιητή, που η κύρια πηγή της συγκίνησής του είναι η ειρωνεία (το μοναδικό ανάλογο παράδειγμα στην πεζογραφία θα πρέπει να είναι ο Μπόρχες· πιστεύω πως η ομοιότητα αυτών των δύο συγγραφέων θα μπορούσε, ως ένα βαθμό, να εξηγηθεί από την κοινή εκτίμηση που διακρίνει κανείς στην έκφρασή τους για την ειρωνεία του Γίββωνα) [24]. Από πού προέρχεται αυτός ο διχασμός του Καβάφη, είναι κάτι που δεν χρειάζεται να μας απασχολήσει εδώ. Θα αρκούσε μόνο να αναφερθεί ότι η ειρωνεία του είναι μια αντανάκλαση του τρόπου ζωής του.

    Η γνώμη μου είναι ότι στην ποίηση ο μόνος τρόπος με τον οποίο μπορεί η γλώσσα να μεταδώσει συγκίνηση, όταν δεν διαθέτει έναν επαρκή βαθμό αισθησιασμού, είναι ένας επαρκής βαθμός ειρωνείας (είναι χαρακτηριστικό ότι στα ποιήματα εκείνα που η ειρωνεία υποχωρεί ή δεν υπάρχει, ο Καβάφης ενισχύει τον αισθησιασμό της γλώσσας του με λέξεις λυρικότερες και με ρυθμικές επαναλήψεις). Αυτό θα μπορούσε να μας οδηγήσει σε μια σειρά συλλογισμών: ότι η ειρωνεία, σε μικρή ποσότητα, μπορεί να ενισχύσει τη δραστικότητα της λυρικής γλώσσας· ότι ο γλωσσικός αισθησιασμός, σε μικρή ποσότητα, μπορεί να ενισχύσει την ένταση της ειρωνικής γλώσσας· ότι η δραματική ποίηση (Έλιοτ) δεν είναι παρά μια, σε γενικές γραμμές, ισόποση σύνθεση της λυρικής ποίησης (Βαλερύ) με στοιχεία δραματικά· και ότι η λεκτική ειρωνεία είναι το μόνο πράγμα στη δραματική ποίηση που θα μπορούσε να αναπληρώσει την έλλειψη γλωσσικού αισθησιασμού. Επειδή όμως στην περίπτωση αυτή έχουμε την ενίσχυση του δραματικού στοιχείου της δραματικής ποίησης και, συνεπώς, την ενίσχυση της δραματικής της ειρωνείας, μ' ένα πρόσθετο είδος ειρωνείας που κάνει την ποίηση αυτή να διαφέρει αισθητά από τη δραματική ποίηση που περιέγραψα, ίσως θα ήταν μεθοδικότερο να διακρίναμε την ποίηση αυτή μ' ένα άλλο όνομα. Γι' αυτό νομίζω πως θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε τον ορό "ειρωνική ποίηση".

    Η ειρωνική ποίηση οδηγεί κι αυτή σ' ένα είδος ποιητικής κάθαρσης μέσα από μια διαδικασία ανάλογη με τη διαδικασία της λυρικής και της δραματικής ποίησης. Οι δύο τελευταίες προσφέρουν στον αναγνώστη την κάθαρση με τη δημιουργία μέσα του αντίρροπων ψυχολογικών καταστάσεων, που γίνεται δυνατή χάρη κυρίως στην ενέργεια του συναισθηματικού φορτίου των λέξεων. Η ειρωνική ποίηση οδηγεί στο ίδιο αποτέλεσμα με τη συσσώρευση των συγκινήσεων που παράγονται από τις αντιθέσεις που δημιουργεί η ενιαία ενέργεια της λεκτικής και της δραματικής ειρωνείας. Η διαφορά τους είναι διαφορά μέσων, το αποτέλεσμα όμως είναι το ίδιο. Οι λέξεις της ειρωνικής γλώσσας λειτουργούν κυρίως με το διανοητικό δυναμικό τους και, ακριβέστερα, με τη δύναμη της υποδηλωτικής τους ενέργειας. Αλλά το γεγονός ότι κατορθώνουν να δώσουν την ποιητική κάθαρση, μιαν εμπειρία δηλαδή όχι μόνο διανοητική αλλά και συναισθηματική, δεν θα πρέπει να θεωρηθεί σαν ένα παράδοξο. Η ειρωνική γλώσσα προσφέρει την κάθαρση γιατί δεν εκφράζει παρά συγκίνηση συμπυκνωμένη σε μια διανοητική έκφραση, διατυπωμένη όμως με τέτοιον τρόπο (με τον οικονομικότερο τρόπο), που στην επαφή της με τον αναγνώστη να αποσυμπυκνώνεται ακαριαία και να παρασύρει τη συγκίνησή του με την ενέργεια μιας περιδίνησης.

    Από την άποψη αυτή ο Καβάφης δεν είναι ούτε λυρικός ούτε δραματικός. Είναι ειρωνικός ποιητής. Η σχηματική αυτή διάκριση δεν έχει φυσικά την πρόθεση να επιμείνει σ' ένα καινούργιο ποιητικό είδος, θέλει μονάχα να υπογραμμίσει τη μοναδικότητα της ποιητικής φύσης του Καβάφη και να βοηθήσει σ' έναν ακριβέστερο προσδιορισμό της. Η σχέση της ειρωνικής ποίησης με τη δραματική είναι βέβαια στενή, θα μπορούσε να την παραβάλει κανείς με τη σχέση της μητρόπολης με την αποικία ή, καλύτερα, με τη σχέση ενός κυρίαρχου κράτους μ' ένα υποτελές, στο οποίο όμως έχει παραχωρηθεί μια ειδική αυτονομία. Όσο κι αν οι πολίτες του τελευταίου υπακούουν σε ορισμένους νόμους της πρωτεύουσας, αυτό που καθορίζει τη συμπεριφορά τους είναι η δύναμη των δικών τους συνηθειών και των δικών τους εθίμων. Ο Καβάφης δεν είναι Ρωμαίος. Είναι Αλεξανδρινός. Γι' αυτό αν η ειρωνική ποίηση επιχειρούσε να αποκτήσει κάποτε την ολοκληρωτική της ανεξαρτησία, δεν θα μπορούσε να ελπίζει σε μιαν επιβίωση, αν δεν τηρούσε έναν βασικό κανόνα: αν δεν απέφευγε τα μεγάλα ποιήματα. Επειδή η ειρωνεία λειτουργεί με την ελλειπτικότητα και τη συμπύκνωση, η αποτελεσματικότητά της είναι φυσικό να εξασθενεί όταν το ποίημα εκτείνεται σε μήκος. Αυτός μου φαίνεται είναι ο λόγος που ο Καβάφης επέμενε σε σύντομα ποιήματα, σε μιαν εποχή που η μακρόστιχη σύνθεση θεωρούνταν ακόμη προϋπόθεση της μεγάλης ποίησης.

    Η γλωσσική του φύση οδήγησε τον Καβάφη σ' ένα είδος λεκτικής ειρωνείας, που τ' αποτελέσματά της θα ήταν δύσκολο να τα είχε προβλέψει ακόμα κι ο ίδιος. Ο τρόπος με τον όποιο ο Καβάφης συνδυάζει τη δημοτική με την καθαρεύουσα (ένας τέτοιος ειρωνικός συνδυασμός είναι από τη φύση του αποτελεσματικό μέσο ειρωνείας) είναι η κύρια πηγή έντασης της λεκτικής ειρωνείας του και, συνεπώς, μια από τις πηγές έντασης της ειρωνικής του γλώσσας, αφού η λεκτική ειρωνεία εντείνει τη δραματική ειρωνεία. Η ένταση της τελευταίας θα πρέπει να είναι στις μέρες μας αυξημένη, γιατί η ένταση της λεκτικής ειρωνείας του Καβάφη είναι φανερό πως έχει αυξηθεί. Και αυτό έχει συμβεί γιατί έχουμε ξεπεράσει ορισμένες, φυσικές για τις αρχές του αιώνα μας, προκαταλήψεις σχετικά με τη γλώσσα της ποίησης, γεγονός στο οποίο έχει συντελέσει και η ίδια η ποιητική γλώσσα του Καβάφη.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Γιώργος Σεφέρης, Μέρες, Γ΄, Αθήνα 1977, σ. 116.
2. Δεν είχα διαβάσει, όταν έγραφα τη μελέτη αυτή (που δημοσιεύτηκε στην Καθημερινή της 21ης Ιανουαρίου 1977), την εργασία του Γιώργου Βελουδή" Kavafis und Ironie" (Hellenica, Bochum, 1972, τεύχ. 2/3, 6, 48-53), που αναδημοσιεύτηκε, σε ελληνική μετάφραση, στο χρονικό '78,ετήσια έκδοση του Καλλιτεχνικού Πνευματικού Κέντρου "Ώρα", Αθήνα 1978, σ. 64-68. Για την ειρωνεία στον Καβάφη βλ. ακόμη: Τέλλος Άγρας, "Η ειρωνεία στον Καβάφη", Αλεξανδρινή Τέχνη 4 (1930) 281-288 (= Κριτικά, Φιλολογική επιμέλεια Κώστας Στεργιόπουλος, τόμος πρώτος, Αθήνα 1980,σ. 87-94)· Κλέων Παράσχος, "Η ειρωνεία του Καβάφη", Η Καθημερινή, 8 Νοεμβρίου 1961 (= Νέα Εστία 74, 1963, 1509-1511)· Mario Vitti, Storia della litteratura Neogreca, Roma 1971, σ. 309, 313 και 318.
3. "Γραμματολογικά και άλλα", Νέα Εστία 14 (1933) 756-763 (= Κριτικά, ό.π., σ. 104-115).
4. "Η διαμόρφωση του καβαφικού λυρισμού", Νέα Εστία, ό.π., σ. 768-773 (=Δοκίμια κριτικής, Αθήνα 1962, σ. 167-180).
5. Ο Καβάφης και η Ιστορία, Αθήνα 1974, σ. 129-132.
6. Δοκιμές, τόμος πρώτος, Αθήνα 1974, σ. 403-404.
7. Ό.π., σ. 403-404.
8. Ό.π., σ. 347.
9. Ό.π., σ. 38.
10. Ό.π., σ. 348-349.
11. Ό.π., σ. 342.
12. Ό.π., σ. 344.
13. Ό.π., σ. 377.
14. Ό.π., σ. 341.
15. Ό.π., σ. 442.
16. Ό.π., σ.38, 144.
17. Ό.π., τόμος δεύτερος, σ.261-262.
18. Ό.π., τόμος πρώτος, σ. 347.
19. T. S. Eliot, Selected Essays, London 1972 (α' έκδ. 1932), σ. 286. Παράβαλε το πρωτότυπο:"a direct sensuous apprehension of thought, or a recreation of thought into feeling".
20. Ό.π., σ. 287.
21. The Sacred Wood, London 1974, (α' εκd. 1920), σ. 129.
22. Άποψη του Cleanth Brooks, για τον οποίο κάθε στοιχείο σ' ένα ποίημα υφίσταται μια τροποποίηση, που είναι αποτέλεσμα της πίεσής του από τα συμφραζόμενα (βλ. το δοκίμιο του"Irony as a Principle of Structure", στοLiterary Opinion in America, edited by Morton Zabel, New York 1951, σ. 729-74l).
23. Selected Essays, σ. 288.

24. Ειρωνική είναι, ως ένα βαθμό, και η ποίηση της Μάριαν Μουρ.


Σχόλια