ΑΓΓΕΛΟΣ ΤΕΡΖΑΚΗΣ: Ο ΜΑΤΩΜΕΝΟΣ ΛΥΡΙΣΜΟΣ (1961)
Γιά τη Μαρία Πολυδούρη
Ἕνα τεράστιο μεταλλικὸ πουλί, ζῶo που ξεπήδησε μέσ’ ἀπὸ τὴν Ἀποκάλυψη,
φρουμάζει τρέμοντας σύγκορμο, μὲ τοὺς κινητῆρες ἀναμμένους, ἀνυπόμονο νά
σπαθίσει τὸ διάστημα, τὴν ὥρα που, μέσα στόν ἀνεμοστρόβιλο τοῦ μισεμού,
γράφονται τοῦτες οἱ ἀράδες. Ὁ ἴλιγγος ἀλέθει τίς σκέψεις, τὶς ἐποχές,
κομματιάζει ἴσκιους, ξεσηκώνει φαντάσματα. Μὲ δάχτυλα βιαστικὰ φυλλομετρὼ κι’ ἐγὼ
τὸ βιβλίο τοῦτο πού μοῦ ἦρθε τέτοια στιγμή. Μοναχὰ τὸ φυλλομετρῶ, τίποτα
περισσότερο δέν προφταίνω. Ὅμως ἀδύνατο καὶ νά τὸ παρατρέξω: μαγνητίζει μέσα
μου τὸ βραδιασμένο στρατολάτη μιᾶς ἄλλης ἐποχῆς. Εἶναι τὰ «Ἅπαντα» τῆς Μαρίας
Πολυδούρη.
Ἄλλοι θὰ γράψουν τὴν ἁρμόδια γνώμη τους γιά τοὺς στίχους αὐτούς,
θὰ τοὺς μετρήσουν μὲ τὸ μέτρο τῆς ὥρας, θὰ δώσουν ἄφεση μὲ κάποια ἴσως
μεγαλοψυχία. Ἐγὼ θ’ ἀναπολήσω μόνο. Κι’ ὄχι κἄν τὴν ἴδια τὴν ποιήτρια. Τὸ
διάκοσμο, τή σκηνογραφία πού στέκεται σ’ ἀποστάσῃ γύρω τῆς. Σημειῶστε πώς
καμμιά φιλοδοξία συνθετική δεν μπαίνει σὲ τούτη τὴν ἀπόπειρα. Εἶναι μολυβιὲς ῥιγμένες
στήν τύχη, σύμφωνα μὲ τὸν ἀκατάστατο ῥυθμὸ τῆς μνήμης, ποὺ τὴν ξάφνιασαν στόν ὕπνο
της καὶ τρεκλίζει ψάχνοντας νά ὀρθοποδήσει ἀνάμεσα στά μνήματα.
Ξαναβλέπω τή ζωή μέσ’ ἀπὸ τὰ θολά, ῥοδισμένα στ’ ἀπόβραδο
τζάμια ἑνὸς ἀθηναϊκοῦ καφενείου. Τή ζωή μιᾶς Ἀθήνας πού δέν ὑπάρχει πιά. Ἔξω
στό δρόμο, ποὺ ἔχει σκόνη πολλὴ καὶ λιγοστὴ κινήσῃ, οἱ ἀραιοὶ διαβάτες περνᾶνε
χωρὶς νά βιάζονται. Κάπου στή γειτονιά τραγουδάει μὲ χοντροὺς κόμπους στό λαιμὸ
της μιά λατέρνα. Ζεστὸ φαΐ λιβανίζει στή γειτονιά. Ἀνάμεσα στούς κρεμασμένους ἴσκιους
τῆς νύχτας πού κατεβαίνη, βλέπεις νά περνάει στό δρόμο μιά θεωρία μουγγή,
σκυφτή: Οἱ πρόσφυγες τῆς Καταστροφῆς.
Λένε πώς εἴταν μιά ἐποχή ἡττημένῃ. Αὐτὸ τὸ λένε ἐκεῖνοι πού ἤρθαν
κάπως ἀργότερα, ξεκούραστοι μὲ κοστούμι ἀτσαλάκωτο, κομμένο σὲ κάποιο ῥάφτη τῆς
Δυτικῆς Εὐρώπης. Ἡττημένη: Θὰ τήν πῶ καλλίτερα «δραματική». Ὑπάρχουν ἐποχὲς ἀνύποπτες
κι’ ἐποχὲς στοιχειωμένες, καιροί πού ἡ συνείδηση τους κοιμᾶται κι’ ἄλλοι πού ἡ
ψυχὴ τους ἀλαφιάστηκε. Τὰ χρόνια ἐκεῖνα ἀνάμεσα στά 1922-1929 εἴταν ἕνα
παράξενο κρᾶμα ἀπὸ ἀφέλεια κ’ ἔγνοια, προαισθήματα καὶ ῥεμβασμό. Ἡ Ἀθῆνα ἡ
ζωντανὴ εἶχε μικροαστικὴ σφραγῖδα. Μιά συνοικία ἀπέραντῃ, ποὺ ἔφτανε ἴσαμε τὴν ὀδὸ
Σταδίου, κι’ αὐτὴ πιστὸ ἀντίγραφο τῆς ἐπαρχίας. Τὸ νομαρχιακὸ γραφεῖο ὅπου πάει
νά πιάσει δουλεία ἡ Μαρία Πολυδούρη, καινουργιοφερμένη ἀπὸ τὴν Καλαμάτα της, εἶναι
σκονισμένο, νυσταλέο καὶ κακομούτσουνο, στεγάζει φουκαράδες ὑπαλλήλους πού ἔχουν
γιά ὄνειρο φυγῆς τή βραδινή πρέφα. Κι’ ὅμως, ἀνάμεσα σὲ τέτοιον κόσμο, πίσῳ ἀπὸ
τραπέζι πληκτικό, κάθεται ὁ Κώστας Καρυωτάκης. Γιατὶ τάχα αὐτὴ ἡ εὐκολία νά
πιστεύουμε ὅτι ὁ ποιητὴς τοῦ «Μιχαλιοῦ» συνοψίζει τὴν ἀθλιότητα; Κρίνουμε τὸ ἐνδόσιμο
ἢ τὸ μήνυμα; τὸ διάκοσμο ἢ τὸ θέαμα; Καὶ οἱ Ῥώσοι πήρανε γιά κατώφλι τους τὴν ἀθλιότητα,
μᾶς εἰδοποίησαν ὅμως γιά ὅ,τι μάντεψαν χάρη σ’ αὐτὴν ἀπὸ τὸ βαθὺ μυστήριο τῆς
ζωῆς καὶ τῆς ἀληθείας. Ἀθεράπευτη μανία μας νά νομίζουμέ πώς ὅλα ἀρχίζουν καὶ
τελειώνουν σὲ μιά ἠθογραφία!
Τὸ μέγεθος τῆς ἐποχῆς ἐκείνης εἶναι κρυφὸ κι’ ἀνυπόκριτο.
Σημειώνει μιά κρίσιμη στροφή τῆς ἑλληνικῆς ζωῆς ἀπὸ τὰ ἔξω στά μέσα. Γιά πρώτη
φορὰ ἐπικοινωνεῖ ὁ τόπος μὲ τὰ μεγάλα ῥεύματα τοῦ αἰῶνα. Μέσα στά μουχλιασμένα
δημόσια γραφεῖα στρατολογείται μιά νεολαία πού θὰ πιστέψει μὲ πάθος στήν
κοινωνική δικαιοσύνη, θὰ στρώσει μὲ τὰ κορμιὰ της τοὺς τραγικοὺς δρόμους της. Αὐτὸ
– ὅποια κι’ ἂν εἶναι ἡ προσωπικὴ μας πίστη κι’ ὁ τελικὸς ἀπολογισμὸς – πρέπει
να τὸ ἀναγνωρίσουμε. Σύγκαιρα, μία μειοψηφία ἐκστατική, λυρική, μιά χούφτα νέοι
πού ἔγραφαν, πασχίζει ἐκεῖνα τὰ χρόνια νά προσανατολιστεῖ μέσα στην ἀνεμοζάλη,
νά συλλάβει κάτι ἀπὸ τοὺς μεγάλους ἴσκιους πού δίνουν ἀνάστημα στόν ὁρίζοντα. Ἀργότερα,
σὰν ἔρθουν ξεκούραστοι, ἀμέτοχοι, φρεσκοξυρισμένοι οἱ προφῆτες τῶν νέων τάσεων,
θὰ κηρύξουν μιά φρεσκογυαλισμένη πίστη στή γραφικότητα, θ’ ἀνεμίσουν χρώματα
γαλάζια καὶ χρυσαφιά. Τὴν Ἱστορία τή γράφουν οἱ ἐπιζῶντες. Ἡ νεολαία τῆς
δραματικῆς δεκαετίας ἔπεσε θερισμένη κι’ ἀναπολόγητη στό σύνορο τῆς χίμαιρας.
Στιγμές-στιγμὲς ἔχω τὴν ἐντύπωσή πώς εἶμαι ὁ τελευταῖός πού ἔχει
ἐπιζήσει ἀπὸ τὰ θύματα ἑνὸς μεγάλου ναυαγίου. Ἑνας ὁλόκληρος κόσμος ἔφυγε μὲ τὸ
πλοῖο ἐκεῖνο, τὸ πλοῖο τοῦ Καρυωτάκη, καταποντίστηκε. Πρέπει νά μπορεῖς νά
συγκρίνεις τὸ ὕφος τῶν τότε νέων μὲ τῶν τωρινών, γιά νά καταλάβεις τὴν ἀποστάσῃ.
Ἄλλος κόσμος! Εἴμασταν ἁπλοϊκοὶ κι’ εὐλαβικοί, μὲ μίαν ἀπολησμονημένη μέσα στα
μάτια μας καταχνιὰ τοῦ 19ου αἰῶνα, κληρονομία πατρική. Ποιήσῃ, κοινωνικὴ ἐπανάσταση,
ἔρωτας, μπερδεύονταν στό μυαλὸ μας, ἔκαναν τὴν περπατησιὰ μας ζαλισμένη καὶ σὰν
ὑπνοβατική. Ἀπὸ τοὺς τέσσερους ἢ πέντε νέους – δέν καλοθυμᾶμαι – πού ξεκινήσαμε
νωρὶς κεῖνο τὸ δειλινὸ νά πάμε στή «Σωτηρία» γιά νά κάνουμε ἐπίσκεψῃ στή Μαρία
Πολυδούρη, οἱ τρεῖς τουλάχιστον εἴταν ἐρωτευμένοι μαζὶ της. Θανάσιμα. Ἢ τὸ
πίστευαν.
Δέν εἴχα κάνει τή γνωριμία της κι’ ἐνιωθα ἔτσι σὰν ξένος,
παρείσαχτος. Ἔπειτα, θυμᾶμαι, πείσμωνα μὲ τὴν ὁμαδικὴ ἐκείνη ἐρωτοληψία πού τὴν
τριγύριζε. Μοῦ φαινόταν φιλολογικὴ καὶ βέβηλη, νά θολώνει μὲ πυκνὲς ἀνασαιμιὲς
τὴν σοβαρότητα τῆς μορφῆς της. Ἔχω, ἔτσι, μίαν ἔμμεση μόνο, ἠθικὴ κάλλιο παρὰ φυσικὴ εἰκόνα της στό νοῦ μου. Ἀπὸ
ὅ,τι ἄκουγα. Γιατὶ ἐκεῖνο τὸ δειλινό πού λέω, γλυκό, ῥοδαλὸ δειλινὸ τῆς ἀττικῆς
ἄνοιξῃς, ἔγινε τοῦτο τὸ περίεργο: Σὰν φτάσαμε μπροστὰ στό μονόροφο οἴκημα ὅπου βρισκόταν
τὸ δωμάτιο της, σημειώθηκε μέσα μου, ξάφνου, μιά ἀλλαγή. Εἴχα ἀπὸ καιρὸ μίαν ἐπιθυμία
σχεδὸν παθιασμένη νά τὴν ἴδω, περιέργεια νέου γιά μιά νέα. Ἐκεῖ ὅμως, στό
κατώφλι τοῦ φτωχοὺ περιπτέρου, μπροστὰ στά δύο-τρία σκαλάκια πού ἀνέβαζαν στή
σανιδένια βεραντούλα, ἄλλαξα γνώμη. «Ἐμπᾶτε σεῖς, κάνω στούς ἄλλους. Ἐγὼ θὰ
περιμένω ἐδῶ».
Μονομιᾶς εἶχε φέξει μέσα μου ἡ σκέψη πώς ἡ κοπέλα ἡ ἄρρωστη ἐκεῖ
μέσα, εἴταν ὡραία, ἐρωτική, ὅμως ὁ ὀμορφιὰ της τώρα-τώρα, καθώς μοῦ εἴπανε, μὲ
τὴν ἐπιδείνωση τοῦ κακοῦ ποῦ τὴν ἔτρωγε, εἶχε πιάσει νά κόβει. Πῶς θὰ τῆς
φαινόταν, αὐτῆς πού ἤταν κιόλας ἔνας μικρὸς θρῦλος, λυρικὸς, ἐρωτικός, νά
πρωτοφανεῖ στα μάτια ἑνὸς νέου ἔτσι χαλασμένη, σημαδεμένη ἀπὸ τὸν τραγικὸ
πρόλογο τῆς φθορᾶς; Τὸ βρῆκα ἀδιάκριτο ἐκ μέρους μου, σκληρό. Ἀπόμεινα λοιπὸν ἔξω,
νά περιμένω τοὺς ἄλλους, καὶ μόνο συλλογιζόμουν πώς εἶναι τούτη πού χάνω ἡ ὑστάτη,
ἡ μοναδικὴ ἴσως εὐκαιρία, να ἴδω τή Μαρίᾳ Πολυδούρη ζωντανή. Κάπου-κάπου ἔρριχνα
κλεφτὲς ματιὲς μέσα.
Εἴταν ξαπλωμένη στό κρεβάτι της, μὲ τὰ πόδια κατὰ μένα. Δέν
ξέκρινα παρὰ τὸ μέτωπό της, ποὺ τὸ φώτιζε μιά βραδινῇ ἀντιφεγγιὰ ἀπὸ τὸ κοντινὸ
παράθυρο. Ὡραῖο μέτωπο, ψηλό, καὶ τὸ φῶς ἔπαιρνε ἀπάνω του μιά λάμψη μελιχρή, σὰν
ἀπὸ νεκρικὴ λαμπάδα.
Εἶναι ἡ μοναδικὴ εἰκόνα πού ἔχω ἀπὸ τη Μαρίᾳ Πολυδούρη. Οἱ
κατοπινές μου θύμησες εἶναι ἀπὸ τὸ πρωινὸ ἐκεῖνο, λίγο ἀργότερα, ποὺ ξεκινήσαμε
πάλι ἡ μικρὴ νεανικὴ κουστωδία, σφιγμένοι στή βουβαμάρα τῆς λύπης μας, νά πᾶμε
στήν ἰδιωτικὴ κλινική, ἐκεῖ στά Κάτω Πατήσια, νά τὴν ἰδοῦμε νεκρή. Θαρρῶ εἶχε
ξεψυχήσει τή νύχτα ἢ τὰ χαράματα. Ὅταν φτάσαμε κι’ ἀνεβήκαμε στό ἀπάνω πάτωμα,
στό μακρὺ γυαλιστερὸ διάδρομο, μᾶς εἴπαν νά περιμένουμε, νά μὴ μποῦμε στό
δωμάτιο τῆς νεκρής. Ἡ πόρτα του ἄνοιξε, βγῆκε ἕνα φορεῖο. Ἀπάνω, τυλιγμένο ἀπὸ
κορφὴ σὲ νύχια μέσα σ’ ἄσπρο σεντόνι, ἕνα κορμὶ κοριτσιοῦ ταλαντευόταν μαλακά, ἴσως
ἀκόμα ζεστό, καί πού τὄνιωθες τρυφερό. Πέρασε ἀργὰ μπροστὰ μας. Σκύψαμε τὰ
κεφάλια μας.
Καὶ τὴν ξαναβλέπω κάτω, στό μικροσκοπικὸ ἐκκλησάκι τῆς
κλινικῆς, ὕστερα στήν ἐκκλησία τοῦ Α΄ Νεκροταφείου. Ἀκολουθήσαμε τὸ δρόμο γιά τὸν
τάφο λιγοστοὶ πάντα, μιά κηδεία σχεδὸν οἰκογενειακή, ὅπου ἐμεῖς, οἱ νέοι οἱ ὁλότελα
ξένοι στήν οἰκογένεια, εἴχαμε τὸ αἴσθημά πώς κηδεύουμε κάποιον, πού, κρυφά, ἀνήκει
μόνο σ’ ἐμᾶς. Εἶναι κάτι πού δεν μοιάζει μὲ τίποτα τὸ πένθος αὐτὸ τῶν νέων γιά
τοὺς νέους. Σὰ νά ξέρουν αὐτοὶ κάτι, ἕνα μυστικό, κάποιο σύνθημα, ποὺ τοὺς
δένει μεταξὺ τους. Οἱ μεγάλοι δεν τὸ ὑποψιάζονται, εἶναι ἀνίκανοι νά τὸ
νιώσουν. Σκέφτονται συμβατικά, τυπικὰ καὶ καθιερωμένα. Ἐμεῖς, τὴν ὥρα ἐκείνη
πού πορευόταν πρὸς τὸν τάφο τὸ λείψανο τῆς Μαρίας Πολυδούρη, ἀκούγαμε σκοτεινὰ
μέσα μας ν’ ἀνακρούεται τὸ ἐπικὸ ἐμβατήριο μιᾶς ἐποχῆς.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου