ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ ΔΕΝ ΑΦΗΝΕΙ ΚΑΝΕΙΣ ΤΗ ΖΥΡΑΝΝΑ ΖΑΤΕΛΗ ΝΑ ΠΛΗΡΩΣΕΙ ΓΙΑ ΝΑ ΔΕΙ ΣΙΝΕΜΑ
Η Ζυράννα Ζατέλη γεννήθηκε μέσα σε ένα σινεμά, στο Σοχό της
Θεσσαλονίκης. Ο πατέρας της ήταν ο ιδιοκτήτης του σινεμά, μαζί έμπορος και
αγρότης. Σαν κορίτσι είχε πάρει άδεια από το σχολείο να πουλάει σπόρια - που
έφτιαχνε η ίδια με τη μαμά της από τις κολοκύθες - στους θεατές και κάθε βράδυ
έβλεπε ταινίες. Η απόσταση από το σινεμά μέχρι το σπίτι της φαινόταν τότε σαν
ένα ολόκληρο ταξίδι.
Σήμερα οι διαδρομές είναι πιο μικρές, πιο ανεπαίσθητες, και
στην Αθήνα είναι μαθηματικώς αδύνατον να μην την πετύχεις να περπατάει και να
μπαινοβγαίνει από ένα σινεμά του κέντρου - έξω από τη Ριβιέρα για ένα θερινό,
στα σκαλιά του Άστυ όταν ο καιρός κρυώνει, σε καινούριες και παλιές ταινίες,
ακριβώς την ώρα που σταματάει να γράφει και θέλει να συνεχίσει τα βιβλία της
στη διαδρομή προς το σινεμά.
Πίσω στο σπίτι της, εκτός από τις γάτες της, εκτός από τους
bigger than life ήρωες των βιβλίων της, εκτός από τους μύθους που στριφογυρίζουν
πριν γίνουν ιστορίες, εκτός από τα σημειωματάρια με τα όνειρα - που μέρος τους
κυκλοφόρησε ως «Τετράδια Ονείρων» από τις εκδόσεις Καστανιώτη πριν λίγους μήνες
- υπάρχει και ένα χειροποίητο αρχείο από ταινίες, ταξινομημένες ανά χρονιά, η
κάθε μια με τη φωτογραφία της και ένα σχόλιο. Μια «ταινιοθήκη» που
εμπλουτίζεται κάθε χρόνο με πλήθος ταινιών - φέτος το χειμώνα η Ζυράννα Ζατέλη
είδε 104 ταινίες - και που θα είχε νόημα να εκδοθεί κάποια στιγμή σαν μαρτυρία
της αυθεντικότητας της ίδιας της δημιουργού του.
Η Ζυράννα Ζατέλη δεν σνομπάρει την τεχνολογία, δεν είναι
εσωστρεφής, δεν έχει φύγει ποτέ από ταινία εκτός από το «Ο Σχιζοφρενής
Δολοφόνος με το Πριόνι», δεν χρησιμοποιεί τα όνειρα για να ξεφύγει από την
πραγματικότητα και δεν μιλάει παρά με τη γνώση ενός περιπατητή που διανύει
αποστάσεις σταματώντας κάθε φορά εκεί όπου νιώθει ότι μπορεί να είναι - έστω
και για λίγο - ο εαυτός της.
Έχω ελευθέρας στα περισσότερα σινεμά του κέντρου της Αθήνας.
Αλλιώς δεν ξέρω αν θα μπορούσα και οικονομικά να βλέπω τόσες ταινίες το χρόνο.
Στο Άστορ έχω είσοδο για δύο άτομα, στο Ιντεάλ - που είναι πολύ παλιά ιστορία ο
Γιάννης, στην Ελλη που ο ιδιοκτήτης ο Αντρέας μου είπε με ύφος μια φορά «εσύ
εδώ μέσα δεν θα ξαναπληρώσεις» αλλά εγώ νιώθω κάθε αρχή σεζόν την ανάγκη να τον
ρωτάω αν ισχύει, το Λαΐς, η Ριβιέρα και το Βοξ - κι αυτά για δύο άτομα, το
Embassy, η Όπερα. Στο Άστυ ο ένας αδερφός μου έχει κάνει εισιτήριο για πέντε
ευρώ και όταν είναι ο άλλος με βάζει ελεύθερα - οπότε είναι ή 5 ευρώ ή τίποτα,
ο Μικρόκοσμος μου κάνει ειδικό εισιτήριο, αλλά νομίζω ότι είναι στο τσακ να
μπαίνω κι εκεί δωρεάν.
Πηγαίνω στο σινεμά περπατώντας. Μου αρέσει πολύ να περπατάω.
Πολλοί μου λένε πως όταν περπατώ είμαι σαν χαμένη στις σκέψεις μου. Αλλά
παράλληλα έχω και μια επίγνωση του χώρου. Προσέχω στις διαβάσεις, με έναν
περίεργο τρόπο. Περπατώ όμως πάρα πολύ. Το πότε φτάνω από το σπίτι μου, που
είναι ψηλά στο Κουκάκι, στο Ιντεάλ, ας πούμε. Δεν το παίρνω είδηση.
Είμαι επιεικής με τις ταινίες. Σε μια ταινία, ακόμη κι αν
απογοητευτώ σε σχέση με τις προσδοκίες μου δεν με πειράζει. Συνήθως, μου
αρέσουν οι ταινίες, αλλά διακρίνω πως κάτι τους λείπει για να είναι
αριστουργήματα. Μπαίνω πάντα στη θέση του σκηνοθέτη και με ενδιαφέρει πολύ η
κινηματογραφική γραφή. Γι' αυτό και στο αρχείο που κρατάω με τις ταινίες που
έχω δει γράφω πάντα σημειώσεις σε σχέση με τη δομή, το ρυθμό.
Είμαι πολύ σχολαστική με το αρχείο των ταινιών που κρατάω. Το
φτιάχνω στις πίσω σελίδες της γραφομηχανής. Χωρίζω τις κινηματογραφικές σεζόν,
κολλάω φωτογραφία για την κάθε ταινία, σημειώνω πότε την είδα, που την είδα, αν
ήμουν μόνη ή με παρέα. Καμιά φορά με ρωτάνε φίλοι για κάποια παλιότερη ταινία.
Υπολογίζω περίπου τη χρονιά που το είχα δει και συμβουλεύομαι το αρχείο για να
το βρω. Δεν είναι τόσο απλό όσο θα ήταν με έναν υπολογιστή, αλλά συνήθως τα
βρίσκω εύκολα.
Με τα βιβλία που διαβάζω είμαι πιο αυστηρή από τις ταινίες.
Καμιά φορά έχω αντίρρηση με τις μεταφράσεις και διορθώνω δίπλα στο περιθώριο.
Δεν μπορείς να πεις, για παράδειγμα «θα αντεπιτεθεί στην αντεπίθεση». Ή θα πεις
«θα προβεί σε αντεπίθεση» ή «θα αντεπιτεθεί». Έτσι δεν είναι; Λάθος. Το γράφω
δίπλα με θαυμαστικό. Τα τελευταία χρόνια τα βιβλία μου παίρνουν πολύ χρόνο από
το διάβασμα. Αλλά παθιάζομαι με τα βιβλία. Σημειώνω δίπλα, Γράφω «μπράβο»,
«εξαιρετικό». Προσφάτως διάβασα μια περιγραφή του Ναμπόκοφ για το σκάκι.
Τέλειος, του βγάζεις το καπέλο. Το γέμισα δίπλα. Έγραψα «Μπράβο Ναμπόκοφ». Σαν
να του μιλώ. Σαν να είναι μπροστά μου.
Δεν έχω ευκολίες, όπως το τηλέφωνο ή το λάπτοπ. Αλλά δεν
είμαι κατά της τεχνολογίας. Απλώς είμαι λίγο φετιχίστρια με τα στοιχεία της
δουλειάς μου. Θέλω χαρτί, μολύβι, τα πλήκτρα της γραφομηχανής (τα «ταμ ταμ της
ερήμου» που το λέω εγώ) που είναι ηλεκτρική και όχι ηλεκτρονική. Το να
ξαναπληκτρολογήσω τις σελίδες των βιβλίων για να τις διορθώσω είναι για μένα
ένας από τους κανόνες του παιχνιδιού. Είναι η δουλειά μου. Έτσι μπορώ να είμαι
σε απόλυτη επαφή με αυτό που γράφω. Μπορεί κάποτε να αποκτήσω υπολογιστή, αλλά
νομίζω για άλλους λόγους. Πάντως όλα αυτά που μου λένε ως επιχειρήματα για να
εγκαταλείψω τη γραφομηχανή, είναι όλα αυτά που με ωθούν να θέλω πεισματικά να
την κρατήσω.
Ομολογώ ότι φοβάμαι να γίνουν τα βιβλία μου σινεμά. Έχω
αρνηθεί προτάσεις. Και για διηγήματα ή και για μέρος μυθιστορήματος. Είναι και
το γεγονός πως για να γίνουν αυτά τα πολυσέλιδα μυθιστορήματα ταινίες
χρειάζονται πολλά χρήματα και στην Ελλάδα αυτό δεν γίνεται. Δεν είμαι σίγουρη.
Μια φίλη μου είχε πει όταν είχε βγει το «Και με το Φως του Λύκου Επανέρχονται»
πως αυτό θα έπρεπε να το κάνει ο Κόπολα ή ο Κουστουρίτσα. Τότε ήταν στα καλά
του χρόνια. Αλλά μου άρεσε η αντινομία Κόπολα με Βαλκάνια.
Έχει σημασία να είμαστε όσο πιο έμψυχοι με αυτό που κάνουμε.
Να βγαίνει πραγματικά από μέσα μας. Δεν φοβάμαι να πω ότι δίνω τη ψυχή μου,
δίνω και τη σάρκα μου, τρώω τα σωθικά μου για να βγει αυτό που θέλω.
Δεν βλέπω σήμερα πολλά πράγματα γύρω μου που με εμπνέουν να
γράψω. Σήμερα, στη Δράμα, έζησα μια στιγμή. Ξέρετε, οι επαίτες έχουν πληθύνει.
Και δίνω όπου συμπαθώ, όπου κάπου μου λέει κάτι, από ένστικτο. Είδα ένα αγόρι
σε αναπηρικό καροτσάκι και που ο αδερφός του τον οδηγούσε. Πήγα λίγο πιο πέρα
γιατί καμιά φορά μπορεί να μην έχω κέρματα στο πορτοφόλι μου και δεν θέλω να
δημιουργήσω μια προσδοκία και μετά δεν έχω να δώσω. Και γύρισα για να δώσω
κάποιο κέρμα και το παιδί αυτό με τα αλλόκοτα δάχτυλα, ο τρόπος που με κοίταξε
και με ευχαρίστησε με χαντάκωσε. Βούρκωσα. Αυτή η κίνηση αυτού του παιδιού του
στρεβλού, του τόσο γλυκού συνάμα.
Έχω θέμα με την αναπηρία. Αν υπήρχαν
προηγούμενες ζωές θα έπρεπε να ήμουν ανάπηρη. Ήταν τόσο ευγενικό το ευχαριστώ
που ήθελε να πει. Τέτοιο ευχαριστώ, 66 χρονών είμαι, δεν το έλαβα ποτέ. Αυτό
δεν είναι ένας πλούτος; Δεν είναι ένας ολόκληρος κόσμος αποτυπωμένος μέσα σε
μια στιγμή; Δεν είναι μια έμπνευση;
Πιστεύω ότι πρέπει να κάνουμε αυτό μέσα στο οποίο είμαστε
ειλικρινείς και ο εαυτός μας. Μέσα από το γράψιμο, εγώ νιώθω ότι είμαι
περισσότερο από αυτό που είμαι. Πιστεύω ότι με αυτό που κάνω, κάνω τη δική μου
αντίσταση σε μια εποχή αφόρητα πεζή και κυνική. Αφόρητα κυνική. Ο δικός μου
τρόπος είναι οι μύθοι, αυτές οι ιστορίες. Δεν θα μπορούσα να υποκριθώ ότι κάνω
κάτι άλλο, δεν θα έβγαινε από μέσα μου. Ίσως μόνο σαν άσκηση θα μπορούσε να με
ωφελήσει. Το θέμα είναι ότι δεν έχουμε 200 χρόνια μπροστά μας. Έχει σημασία να
είμαστε όσο πιο έμψυχοι με αυτό που κάνουμε. Να βγαίνει πραγματικά από μέσα
μας. Δεν φοβάμαι να πω ότι δίνω τη ψυχή μου, δίνω και τη σάρκα μου, τρώω τα
σωθικά μου για να βγει αυτό που θέλω. Όπου νιώθω ότι ψευτίζω, ότι υπάρχει και
κάτι άλλο από κάτω από αυτά που γράφω που δεν το έχω βρει, θα κοπανηθώ για να
το ανακαλύψω. Λιγότερο επιεικής από όλους είμαι με τον εαυτό μου.
Το παρατσούκλι μου όταν ήμουν παιδί ήταν η «σινεματζού».
Καμιά φορά η παιδική μου ηλικία μοιάζει με κάτι ανάμεσα στο πραγματικό και
φανταστικό. Αν δεν υπήρχαν άνθρωποι να μου επιβεβαιώσουν πως υπήρξε αυτό το
σινεμά και πως πήγαινα μικρούλα στη σκάλα και έβλεπα πίσω από τα κάγκελα τις
ταινίες θα πίστευα ότι το ονειρεύτηκα. Το δίπολο κινηματογράφος-αίθουσα και από
την άλλη τα χωράφια - γιατί ο πατέρας μου ήταν και έμπορος - είναι από μόνο του
μαγικός ρεαλισμός. Εδώ και κάποια χρόνια το σινεμά έχει γίνει μουσείο. Βεβαίως
τώρα όλα μου φαίνονται πιο μικρά. Το σινεμά με τα μαγαζιά του μπαμπά μου και το
σπίτι ήταν στην ίδια περιοχή, αλλά όταν έβγαινα από το σινεμά και ένιωθα ότι
πετούσα μου φαινόταν ολόκληρο ταξίδι. Τώρα όλα είναι πιο μικρά. Με διαμόρφωσε
αυτό το σινεμά, με πλούτισε, έκανε τη δουλίτσα του. Καλή δουλίτσα και διαχρονική.
Πριν από λίγα χρόνια συνάντησα έναν τύπο, μου συστήθηκε και μου λέει «Είμαι ο
Τάσος, με θυμάσαι;». Ήταν γύρω στα 60. Λέω «κάτι μου θυμίζει η φωνή το βλέμμα».
Και μου είπε: «Που σου έλεγα βάλε με τσάμπα σινεμά. Και μου έλεγες να περιμένω
λίγο και με έβαζες. Αυτό όλο το θυμάμαι». Το «όλο» το έλεγε στη θέση του
«πάντα».
(Συνέντευξη στον Μανώλη Κρανάκη, στα πλαίσια του 40ού Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους της Δράμας. Δημοσιεύτηκε στο Flix, στις 22/11/17).
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου