ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ ΚΑΡΑΠΑΝΟΥ: Η ΣΚΙΑ (1976)
Όπως κάθε Πέμπτη, ήμουν στου θείου Χαρίλαου για να παίξουμε με το μακρύ κόκκινο τρένο που του’ χε χαρίσει η θεία Πάτρα για τα γενέθλιά του.
Ξαπλωθήκαμε χάμω στο σαλόνι, βάλαμε γύρω από τις ράγες δέντρα, σχολεία και σταθμούς, και το σαλόνι έγινε ο κόσμος.
Ο θείος Χαρίλαος δεν είχε όρεξη να παίξει. Όλο έπιανε το λαιμό του και ξέσφιγγε τη γραβάτα του.
«Ξέρεις να φτιάχνεις κόμπους;» με ρώτησε.
«Η Miss Benbridge μου’ χε μάθει κάτι ωραίους», του είπα.
Έφερε ένα χοντρό σχοινί απ’ την κουζίνα και κάναμε πολλούς κόμπους, για να μάθουμε καλά. Μετά πήγαμε στο δωμάτιό του, κρεμάσαμε το σχοινί πάνω στο ταβάνι κι ο θείος Χαρίλαος το πέρασε γύρω απ’ το λαιμό του. Ήθελα κι εγώ να παίξω.
«Άλλη φορά», μου είπε, «σήμερα είναι η σειρά μου. Αν με βοηθήσεις να παίξουμε καλά, την άλλη Πέμπτη, σ’ το υπόσχομαι, θα’ ναι η σειρά σου».
Δοκιμάσαμε πολλές φορές, αλλά μια το σχοινί ήταν μακρύ και μια κοντό, ο θείος Χαρίλαος άρχισε να κλαίει.
«Ούτε αυτό δεν μπορώ να κάνω», μου είπε και κάθισε χάμω κλαίγοντας, το πρόσωπο μες στα χέρια του.
Κάθισα χάμω κι εγώ, με πήρε στην αγκαλιά του και μου ζήτησε να του πω ένα παραμύθι.
«Θα σου πω για τον Άνθρωπο-Πουλί», του είπα. «Ο Άνθρωπος-Πουλί ζούσε σ’ ένα ψηλό βουνό κι αγαπούσε τη Γυναίκα-Ψάρι. Αλλά δεν μπορούσανε ποτέ να συναντηθούνε, γιατί ούτε αυτός έμπαινε μέσα στο νερό ούτε κι αυτή πετούσε. Γι’ αυτό και το Πουλί πάντα πετούσε πάνω από τη θάλασσα και το Ψάρι ακολουθούσε μες στα κύματα, ώσπου το Πουλί το σκέπασε κι έγινε η Σκιά του. Πριν κανείς μας δεν είχε Σκιά, περπατούσαμε σκέτοι και κρυώναμε. Από τότε όμως, γεννήθηκε η Σκιά και τώρα όλοι έχουμε μια για να μας κρατάει παρέα».
Ο θείος Χαρίλαος άρχισε να κλαίει πιο δυνατά.
«Εγώ ούτε σκιά δεν έχω. Εγώ δεν έχω τίποτα, είμαι ο μόνος που δεν έχω. Να, κοίτα, δεν έχω!» Έκλαιγε, το δάχτυλο τεντωμένο πάνω στον άσπρο τοίχο, που ήταν άσπρος.
Είχε σκοτεινιάσει, ανάψαμε το φως.
«Κασσάνδρα, έλα να ξαναδοκιμάσουμε».
Ανέβηκε πάνω στο σκαμνί, πέρασε το σχοινί γύρω απ’ το λαιμό του, κι εγώ τράβηξα ξανά απότομα το σκαμνί κάτω απ’ τα πόδια του.
Αυτή τη φορά ο θείος Χαρίλαος άρχισε να πετάει μες στο δωμάτιο, κουνώντας και τα χέρια του για να πάρει φόρα.
Τότε είδα τη σκιά του που πετούσε πάνω στον τοίχο και του’ κανε παρέα.
«Θείε Χαρίλαε, κοίτα, κοίτα!»
Αλλά τα μάτια του είχανε γίνει άσπρα και σκέφτηκα πως ποτέ δεν είχα δει τόσο ωραία σκιά, χόρευε πάνω στον τοίχο, κι ο θείος Χαρίλαος, τα χέρια τεντωμένα, προσπαθούσε να την πιάσει.
(Η Κασσάνδρα κι ο λύκος, 1976)
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου